ξυμφυής

ξυμφυής
συμφυής , συμφυής
born with one
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμφυής — ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω] 1. σύμφυτος 2. έμφυτος, εγγενής νεοελλ. φρ. «συμφυής νόσος» ιατρ. συγγενής νόσος αρχ. 1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.) 2. προσαρμοσμένος από τη φύση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”